απολεπτύνω — ἀπολεπτύνω (Α) 1. (κυρίως για τον πυρετό) μειώνω, ελαττώνω 2. παθ. καθίσταμαι λεπτός, απισχνούμαι … Dictionary of Greek
ἀπολεπτύνω — ἀ̱πολεπτύ̱νω , ἀπολεπτύνω fine down aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀπολεπτύ̱νω , ἀπολεπτύνω fine down aor subj act 1st sg ἀπολεπτύ̱νω , ἀπολεπτύνω fine down pres subj act 1st sg ἀπολεπτύ̱νω , ἀπολεπτύνω fine down pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνούσης — ἀπολεπτύνω fine down fut part act fem gen sg (attic epic) ἀπολεπτῡνούσης , ἀπολεπτύνω fine down pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνεῖς — ἀπολεπτύνω fine down fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθεῖσα — ἀπολεπτύνω fine down aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθείσης — ἀπολεπτύνω fine down aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθῆναι — ἀπολεπτύνω fine down aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθῇ — ἀπολεπτύνω fine down aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθέντες — ἀπολεπτύνω fine down aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτυνθέντος — ἀπολεπτύνω fine down aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεπτῦναι — ἀπολεπτύνω fine down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)